- συνάορος
- συνάοροςmasc/fem nom sgσυνά̱ορος , συνήοροςlinked withmasc/fem nom sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάορος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. συνήορος … Dictionary of Greek
ξυνάορος — συνάορος , συνάορος masc/fem nom sg συνά̱ορος , συνήορος linked with masc/fem nom sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάορον — συνάορος masc/fem acc sg συνάορος neut nom/voc/acc sg συνά̱ορον , συνήορος linked with masc/fem acc sg (attic doric) συνά̱ορον , συνήορος linked with neut nom/voc/acc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναόρων — συνάορος masc/fem/neut gen pl συνᾱόρων , συνήορος linked with masc/fem/neut gen pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνάορ' — συνάορα , συνάορος neut nom/voc/acc pl συνάορε , συνάορος masc/fem voc sg συνά̱ορα , συνήορος linked with neut nom/voc/acc pl (attic doric) συνά̱ορε , συνήορος linked with masc/fem voc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνάορον — συνάορον , συνάορος masc/fem acc sg συνάορον , συνάορος neut nom/voc/acc sg συνά̱ορον , συνήορος linked with masc/fem acc sg (attic doric) συνά̱ορον , συνήορος linked with neut nom/voc/acc sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek
συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek
συναορώ — έω, Α [συνάορος / συνήορος] συνοδεύω, συνακολουθώ … Dictionary of Greek
συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… … Dictionary of Greek